Το δεύτερο βιβλίο του Γιάννη Σιδεράκη κυκλοφόρησε στο δρόμο που διάβηκαν οι πολύ επιτυχημένοι “Μηχανάνθρωποι”. Προσωπικές εξομολογήσεις, καταθέσεις (μιας) ψυχής, γεμάτες συναίσθημα, καπνό και “ροκεντρό”. Ξεγυμνωμένος από φτασίδια, ο λόγος του Σιδεράκη διέπεται από ένα κρυστάλλινο ρομαντισμό που σαν αγριόχορτο φυτρώνει και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, στα πιο σκληρά χτυπήματα της ζωής. Ήδη από τις πρώτες σελίδες, δε μπορεί παρά να τον δικαιώσεις όταν γράφει πως “μέσα από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών, θα βρείτε κάποιον να σας μοιάζει ή κάποιον που θα σας θυμίσει έναν αγαπημένο, θα θυμηθείτε, θα αναπολήσετε, αλλά θα κοιτάξετε κατάματα και το σήμερα, γιατί οι ήρωες δε ζουν όλοι στο παρελθόν, κάποιοι είναι εδώ μαζί μας, δίπλα μας, και ο κοινός τους παρονομαστής είναι πως όλοι έζησαν ή ζουν τη ζωή τους με έναν τρόπο διαφορετικό.”
Μπάρμαν, ξυλοκόπος, πορτιέρης, ρεμάλι μηχανόβιος, ιδιοκτήτης ροκ μπαρ, μποντιμπιλτεράς και παραλίγο, σε δύο περιπτώσεις, ροκ σταρ, ο Γιάννης Σιδεράκης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια βιοπορίζεται ως βιβλιοπώλης στην «Πολυθρόνα του Νίτσε», στην Άρτα, τον τόπο καταγωγής του.
Από το οπισθόφυλλο:
“..Έξω βρέχει, άλλη μια γαμημένη βροχερή μέρα. Κοιτάζω απ’ τη βιτρίνα τους ανθρώπους να περνούν βιαστικά, με κεφάλια σκυμμένα. “Πού πηγαίνουν; Γιατί πηγαίνουν;”, σκέφτομαι. Περνάει ο φίλος μου ο Τάκης, παλιός φίλος. Φοράει τζιν στενό, ξεβαμμένο, μυτερά παπούτσια κι ένα πέτσινο μπουφάν με τον γιακά σηκωμένο. Τα μαλλιά του, βρεγμένα, δείχνουν ακόμα πιο αραιά και το πρόσωπό του, σφιγμένο από τις ψιχάλες που τον χτυπάνε, ακόμα πιο ρυτιδιασμένο. Με κοιτάει, τον κοιτάω και με πλησιάζει. “Πότε θα πάμε για λίγο ροκεντρό, ρε μαλάκα;” μου λέει. “Βαστάς ακόμα, Τάκη;” του απαντάω. Με κοιτάει βλοσυρά στην αρχή και μετά χαμογελάει. “Όταν δεν θ’αντέχω άλλο να ροκάρω, έλα να με θάψεις!”Ροκ ιστορίες που πηγάζουν απ’την καρδιά και απευθύνονται ακριβώς εκεί. Για όσους το έκαναν τρόπο ζωής, το βίωσαν και αφομοιώθηκαν, αλλά και για όσους θυμούνται μια εποχή που έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει. Ροκ ιστορίες για το πως είναι να ζεις με πάθος για κάτι που αγαπάς. Να το υπηρετείς και να δέχεσαι τις συνέπειες…